dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
η
κοινωνική θέση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Besitzstand
Ⓦ
Ⓖ
…
!
κοινωνική θέση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sozialer Status
Ⓦ
Ⓖ
…